Ο Διονύσιος Βάλσαμος του Ιωάννη είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη το 1861. Καταγόταν από την Κεφαλλονιά και ήταν έγγαμος. Πριν την έλευσή του στην Ελλάδα, είχε διατελέσει διευθυντής της Γαλλικής Εταιρίας Προκυμαίων Κωνσταντινούπολης. Ανέλαβε ο πρώτος διευθυντής της ΕΖΘ. Η συμβολή του υπήρξε καθοριστική για τη λειτουργία της Ζώνης και την οργάνωση των υπηρεσιών.
Η Επιτροπεία συζητούσε την αναγκαιότητα πρόσληψης ενός διευθυντή της Ζώνης ο οποίος θα αναλάμβανε να διαμορφώσει το νέο οργανισμό και να τον θέσει σε λειτουργία. Αίτηση για διευθυντές της Ζώνης είχαν καταθέσει οι Τροχανάς, Νάλτσας, Βογιατζίδης, Θεοδωρίδης και Βάλσαμος. Η πρόσληψη του Βάλσαμου εγκρίθηκε σε συνεδρίαση της Επιτροπείας στις 17 Ιουλίου 1924 και θα ίσχυε από 1 Αυγούστου 1924. Συγκεκριμένα, ο Βάλσαμος διέθετε εξαίρετες συστάσεις από σημαίνοντα πρόσωπα της ελληνικής επιχειρηματικότητας, από τον πρώην υπουργό Εθνικής Οικονομίας Ανδρέα Χατζηκυριάκο, τον Γενικό Διευθυντή της Τραπέζης Αθηνών Ιωάννη Ηλιάκο, τον πρώην Γενικό Διευθυντή Τραπέζης Αθηνών Θεσσαλονίκης Αδαμίδη και τον πρώην υπουργό Οικονομικών Μιλτιάδη Νεγρεπόντη.
Ωστόσο, ο Βάλσαμος βρήκε το μισθό ανεπαρκή ζητώντας τουλάχιστον μηνιαίο μισθό 10.000 δρχ ο οποίος κατά την γνώμη του θα επέτρεπε «αξιοπρεπήν παράστασιν λόγον προς την σημασίαν της θέσεως ην κατείχεν». Η Επιτροπεία κατέληξε ότι ο μισθός δεν μπορεί να υπερβεί τις 7.000 δραχμές μηνιαίως. Ο πρόεδρος εξέφρασε τη γνώμη «όπως οι μισθοί του προσληφθησομένου προσωπικού της Ζώνης είναι ικανοποιητικοί και ανάλογοι προς του της Διευθύνσεως». Το μέλος της Επιτροπείας και έμπορος Αθανάσιος Μακρής ανέλαβε να μεσολαβήσει, αλλά ο Βάλσαμος θα επιμείνει στις 10.000 δραχμές. Παρά την αρχική αρνητική αντίδραση η Επιτροπεία θα δεχθεί την πρότασή του. Ο Σταύρος Γρηγοριάδης αναφέρει συγκεκριμένα ότι «μετά τας εξαιρέτους συστάσεις του κ. Βάλσαμον» αυτός «θα φανεί αντάξιος της σοβαράς αποστολής του». Ονομάζεται Διευθυντής Γραμματείας της ΕΖΘ και τελικά ξεκίνησε την εργασία του από 1η Οκτωβρίου 1924. Επιπλέον λάμβανε επιμίσθιο 4000 δρχ. και την 1 Μαΐου 1926 αυξήθηκε στις 14.000 δρχ.
Στα τέλη Μαρτίου 1925 ο Βάλσαμος θα θεωρήσει τον εαυτό του θιγμένο από τις συζητήσεις περί καθυστέρησης της έναρξης της λειτουργίας της Ζώνης και θα υποβάλλει την παραίτησή του δηλώνοντας ότι «υπό τας παρούσας συνθήκας και άνευ της παραμικράς δικαιοδοσίας δεν δύναται να εγγυηθή ως διευθυντής την ευόδωσιν της λειτουργίας της Ζώνης την οποίαν δεν διοργάνωσε, ούτε την κανονικήν έναρξιν δια της 1ης Μαΐου αφ’ ου δεν εξετελέσθη η προπαρασκευαστική εργασία ή τα μέτρα άτινα υπέδειξε δι’ εκθέσεώς του προ τριών μηνών, συνεπώς δεν δύναται να αναλάβη τας σχετικάς ευθύνας.» Τέλος, θεώρησε ότι υφίσταται ζήτημα σύγκρουσης δικαιοδοσιών ανάμεσα στην Επιτροπεία και τον Διευθυντή και για αυτό πρότεινε ότι «δια την καλήν πρόοδον τη ζώνης δεον να δοθούν από τούδε εις τον διευθυντήν οιονδήποτε και αν είναι ούτος, τα μέσα αλλά και ευρείαι δικαιοδοσίας αίτινες να του επιτρέπωσιν την πραγματικήν διεύθυνσι και οργάνωσιν του έργου, καθότι μέχρι τούδε διευθύνει μόνο η επιτροπεία.» Ο πρόεδρος Σταύρος Γρηγοριάδης απάντησε πως «η επιτροπεία διεξήγε μέχρι σήμερον το παν καθότι επρόκειτο περί της ιδρύσεως της Ζώνης» και μόνο αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί «αρμοδία» διότι «δεν συντελέσθη εισέτι ολοκληρωτικώς». Τέλος, έπλεξε το εγκώμιο του Βάλσαμου αναφέροντας ότι «τον εθεώρησε πάντοτε συνεργάτην αυτής» και ότι άκουγε «μετά προσοχής τας υποβαλλομένας εκάστοτε γνώμας αυτού» εγκρίνοντας «εκείνας μόνο εξ αυτών ας εθεώρησεν ως πρακτικάς ή πραγματοποιήσιμους». Επίσης, σημείωσε πως «το κυρίως έργον του Διευθυντού άρχεται από της ημέρας της ενάρξεως της λειτουργίας της Ζώνης δι ην θα έχη την απαιτουμένη δικαιοδοσίαν ώστε και ανάλογον να υπέχη ευθύνην». Ο Βάλσάμος επέμεινε στην παραίτησή του λέγοντας ότι «θα εξακολουθήσει εκτελών την υπηρεσίαν μέχρις ότου κανονισθή το ζήτημα ή ευρεθή άλλος διευθυντής». Το ζήτημα όμως δεν φαίνεται να έληξε και τον Ιούνιο του 1925 ο Βάλσαμος επανάφερε τη διαφωνία του υποστηρίζοντας ότι στον υπό έγκριση κανονισμό λειτουργίας της Ζώνης οι αρμοδιότητες ανάμεσα σε Διευθυντή και Επιτροπεία παραμένουν σε αλληλοσύγκρουση «καθότι υφίστανται προς εκτέλεσιν των αποφάσεων της επιτροπέιας δύο όργανα, η εκτελεστική επιτροπή και η διεύθυνση». Συνεπώς, ο ίδιος θεωρεί ότι «ως έχουν τα πράγματα […] εκτελεί χρέη διεκπεραιωτού και όχι διευθυντή». Ως εκ τούτου, υποβάλλει πάλι «την παραίτησίν του δεχόμενος παραμένη επί ένα περίπου μήνα μέχρι την εξεύρεσιν αντικαταστάτην». Ακολουθεί μια συζήτηση για το χαρακτήρα του νέου οργανισμού. Ο Γρηγοριάδης παρατηρεί ότι ο διευθυντής επαναφέρει θέματα πάνω στα οποία η επιτροπεία είχε αποφανθεί τελεσιδίκως και επισημαίνει πως οι προτεινόμενες αλλαγές θα προκαλέσουν δυσλειτουργία. Το μέλος της Επιτροπείας και διευθυντής της γενικής Διοίκησης Ιωάννης Λαζαρίδης υποστηρίζει ότι η ΕΖΘ είναι δημόσιος οργανισμός και όχι ιδιωτική επιχείρηση για να δώσει αρμοδιότητες πέρα του νόμου στον διευθυντή. Ο Βάλσαμος επιμένει, αλλά τελικά υπαναχωρεί μετά δεχόμενος τη διαβεβαίωση ότι η Επιτροπεία τον περιβάλλει με εμπιστοσύνη. Έκτοτε, ο ρόλος τους στις αποφάσεις φαίνεται να είναι πιο ενεργός.
Τον Νοέμβριο του 1926, ο Βάλσαμος θα υποβάλλει την παραίτησή του. Ο πρόεδρος θα ζητήσει να αναιρέσει την απόφασή του. Ο διευθυντής απαντώντας ευχαριστεί την επιτροπεία για την εκδήλωση «την προς αυτόν εμπιστοσύνης» της Επιτροπείας και εκφράζει «εν τούτοις τη λύπην του διότι ως και στο έγγραφο της παραίτησης αναφέρει λόγοι σοβαροί τον υποχρεώνουν να μην αποσύρει την παραίτησή του καιτοι τόύτο προξενεί σε αυτόν βαθειαν λύπην και δια την αγάπην ην τρέφει προς το έργον της ζώνης και δια την εξαιρετικήν εκτίμησιν ην αισθάνεται προς τον κ πρόεδρο και τα αξιότιμα μέλη.» Τέλος, προτείνει την έγκαιρη εύρεση αντικαταστάτη του. Ωστόσο, μέχρι την οριστική αποχώρησή του θα εκτελεί τα καθήκοντά του. Συγκεκριμένα, ο διευθυντής δέχεται να παραμείνει μέχρι 31 Δεκεμβρίου για να μη δυσχεράνει το έργο της επιτροπείας, αλλά πέραν της προθεσμίας αυτής «λυπείται ότι δεν δύναται να αναλάβη υποχρέωσιν και μόνον εάν αι περιστάσεις τω επιτρέψωσι θα ηδύνατο εν απολύτω ανάγκη ν’ αναβάλη επί μακρόν έτι την αποχώρησίν του». Τελικά, παραιτήθηκε στις 31 Μαρτίου 1927.